Κριτική για την νουβέλα του Μισέλ Φάις ‘Lady Cortisol’

[βιβλιοκρισία στην καθημερινή εφημερίδα Ελευθερία του Τύπου στις 11 Ιουνίου 2017]

Στην καινούργια νουβέλα του Μισέλ Φάις ένας άντρας και μιά γυναίκα συνευρίσκονται ψυχαναλυτικά, ανακριτικά, ερωτικά ή διαφορετικά σε κάποιο ασαφές Γκρι Στούντιο. Οι κοινωνικές και οικονομικές ταυτότητες των δύο συνομιλητών παραμένουν απροσδιόριστες. Χρονικά και σκηνικά συμφραζόμενα απουσιάζουν. Δεν υπάρχει πλοκή, μόνο μιά στατική κατάσταση. Όλα εκτυλίσσονται στη γλώσσα καθώς στη διάρκεια μίας και μόνης παραγράφου 118 σελίδων εξουσιαστής και εξουσιαζομένη ανταλλάσσουν καταιγιστικά κάπου τριάντα κοφτές ερωτήσεις και χειμαρρώδεις απαντήσεις.

Οιστρηλατούμενη από την κορτιζόλη, την ορμόνη του άγχους που δημιουργεί τρόμο, η Lady Cortisol, η Κυρία Πανικού, μια σύγχρονη νευρωτική Χαλιμά, απαντά στην ανάκριση που την έχει καλέσει σε απολογία διατρέχοντας τις δυνατότητες που έχει η νεωτερική ταυτότητα να αντισταθεί στην κανονικότητα. Η ηρωίδα αμφισβητεί τι θα πει να είναι κανείς κανονικός, φυσιολογικός, προσωπικός, προσαρμοσμένος, ακόμα και το τι θα πει να είναι κανείς σε θέση να δώσει εξηγήσεις. Αμφισβητεί κάθε κοινωνική υπόσταση και ετερονομία του εαυτού της. Σκοπός της δεν είναι να βρει ποιά είναι αλλά να αντισταθεί σε όσους προσπαθούν να την προσδιορίσουν και να την αποικήσουν, να μην υποκύψει στην υποκειμενικότητα.

Η πρόσληψη του βιβλίου υπήρξε ανεπιφύλακτα θετική καθώς οι κριτικοί μίλησαν για υπαρξιακό θρίλερ, οντολογική φάρσα, αυτοαναιρούμενη αφήγηση και παραληρηματική ενδοσκόπηση. Παίρνοντας αφορμή από το γεγονός ότι πολλοί αναφέρθηκαν και σε έντονα θεατρικά στοιχεία θα ήθελα να προσεγγίσω τη νουβέλα από μια συγκριτική θεατρολογική σκοπιά και να την τοποθετήσω σε διεθνή πλαίσια.

Ως συνεπέστατος μεταμοντέρνος συγγραφέας, ο Φάις δεν χωρά στους κανόνες των συμβατικών ειδών αλλά κινείται διαρκώς σε όλη την σταδιοδρομία του μεταξύ νουβέλας, μυθιστορήματος, θεάτρου, βιογραφίας, σεναρίου, μελέτης, φωτογραφίας και άλλων κατηγοριών, παράγοντας συναρπαστικά υβριδικά έργα. Τα έργα αυτά είναι πάντα θεμελιωδώς αντι­­‑μιμητικά διότι δεν περιορίζονται στην καταγραφή μιάς υποτιθέμενης πραγματικότητας κι έτσι αντιστέκονται στον ηθογραφικό ρεαλισμό που διέπει την ελλαδική γραφή και τέχνη. Με βάση τους μονολόγους που συνήθως τα διατρέχουν μπορούν να ενταχθούν στην μακρά και σημαντική παράδοση που αποκαλείται “θεατρική αντι-θεατρικότητα”

Η παράδοση αυτή έχει καταβολές στο “δραματικό μονόλογο” των Βικτωριανών ποιητών Τένυσον/Μπράουνινγκ, αρχίζει με κάποιους τολμηρούς Συμβολιστές του θεατρικού στερεώματος Στρίντμπεργκ/Μαίτερλινκ/Χόφμανσταλ/Λιούις, συνεχίζεται στο “θέατρο του παραλόγου” των Μπέκετ/Χάντκε και φτάνει ώς τις φεμινιστικές μέρες μας, πάντα παράλληλα με οπερατικά μονοδράματα, από το Erwartung του Άρνολντ Σαίνμπεργκ ώς την Αιμιλία της Κάια Σααριάχο. Η τάση αυτή έχει αποκληθεί και “θέατρο του ενός” επειδή συχνά λειτουργεί όπως οι μονόλογοι ηρώων του Κάφκα και της Γουλφ ή όπως αυτό που ο Φάις ονομάζει “η σπασμένη, θρυμματισμένη, ατονική μελωδία του καθενός, του κανενός» (σ.50).

Θεωρείται “αντι-θεατρική” επειδή απορρίπτει όλες τις θεατρικές συμβάσεις. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για υπεράσπιση της θεατρικότητας, δηλαδή της ίδιας της ουσίας του θεάτρου την οποία οι ρεαλιστικές συμβάσεις του αλλοιώνουν. Η αντιθεατρική τάση απορρίπτει το νατουραλιστικό (Ίψεν/Χάουπτμαν) αλλά και το πολιτικό (Μπρεχτ/Βάις) γράψιμο για να κάνει ένα θέατρο υπαρξιακό και στατικό, θέατρο λέξεων και καταθλίψεων, του νου και του σπασμού, που δεν χρειάζεται το σανίδι αλλά μπορεί να (συν)τελεσθεί οπουδήποτε. Εστιάζεται σε καθαρά εσωτερική δράση και προορίζεται για ιδιωτική ανάγνωση παρά για δημόσια παράσταση, όπως το αποκαλούμενο στα αγγλικά closet drama.

Η οπτική γωνία που προτείνω με αφορμή την δομή του καινούργιου του βιβλίου μας επιτρέπει να δούμε τον Φάις ως πεζογράφο αλλά και ως συγγραφέα δραματικών αντι-θεατρικών (δηλαδή αντι-μιμητικών) έργων που εκτυλίσσονται σε κλειστούς νοητικούς/ψυχολογικούς χώρους όπου συντελείται ένα προσωπικό και γλωσσικό δράμα, το δράμα της θεατρικότητας της ατομικής ταυτότητας ή του εαυτού ως μάσκας. Στην ιδιωτική αυτή σκηνή διάφορα άτομα προβάρουν Πιραντελλικές, Μπατλερικές και άλλες ταυτότητες.

Κοιτάζοντας τη δουλειά του Φάις με Μοντερνιστικά κριτήρια εστιαζόμαστε στην υπαρξιακή της διάσταση ενώ κοιτάζοντάς την με Μεταμοντέρνα παρατηρούμε την ειδολογική της διάσταση, δηλαδή το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, και μπορούμε να την εντάξουμε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα θεατρική παράδοση των τελευταίων εκατόν πενήντα περίπου ετών η οποία κινείται ανήσυχα στο μεταίχμιο επάλληλων τεχνών.

Ακριβώς επειδή ο Φάις είναι βαθύτατα θεατρικός, δεν τον ελκύει η πεζογραφική πλοκή. Ταυτόχρονα, επειδή είναι μετα-συμβολιστικά πρωτοποριακός, δεν τον εμπνέει η παραδοσιακή θεατρική σκηνή. Κι επειδή η δουλειά του αποτελεί μια ανελισσόμενη προβληματική πάνω στην ίδια τη θεατρικότητα του βίου και του έργου (από τον πειραματικό Συμβολισμό ώς την Ανθρώπινη φωνή των Κοκτώ/Πουλένκ και την Μαρίνα Αμπράμοβιτς), δεν αρκείται στην λογοτεχνική γραφή αλλά συνδυάζει κι άλλες (θεατρογενείς) τέχνες για να στήσει δρώμενα σε πολλούς εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, από το υποσυνείδητο ώς το δρόμο.

Με αφορμή το εξαίρετο αυτό βιβλίο θα έλεγα γενικεύοντας ότι αδικούμε τους καλύτερους Ελλαδίτες δημιουργούς περιορίζοντάς τους στην εγχώρια λογοτεχνία αντί να τους εντάσσουμε συστηματικά στις παγκόσμιες πολιτιστικές και φιλοσοφικές ζυμώσεις στις οποίες επάξια συμμετέχουν, δίνοντας πολυδιάστατο έργο.

 

This entry was posted in Greek Literature. Bookmark the permalink.