Πώς η Νεοελληνική Φιλολογία αντιμετώπισε μια θεωρητική διατριβή ως απειλή

Το 1979 όλοι οι Νεοελληνιστές στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μου είπαν πως, αν ήθελα να εφαρμόσω νεωτεριστικές μεθόδους στην ανάλυση της λογοτεχνίας, θα έπρεπε να το κάνω έξω από την Ελλάδα.  Γι αυτό κι εγώ μετανάστευσα τον ίδιο κιόλας χρόνο.

Στο καινούργιο βιβλίο της Η λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο:  Η συγκρότηση της επιστήμης της Νεοελληνικής Φιλολογίας (1942-1982) [2022], η Βενετία Αποστολίδου (Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ.) αφιερώνει το μισό κεφάλαιο «Η θεωρία της λογοτεχνίας ως πρόκληση» στη διαβόητη κρίση της διατριβής μου στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης και συνοψίζει τις επικρίσεις που δέχτηκε. 

Δημόσια ή προσωπικά, εναντίον της διατριβής τάχτηκαν όλοι οι Καθηγητές που είχαν Νεοελληνικά ενδιαφέροντα – Άλκης Αγγέλου, Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Δημήτρης Μαρωνίτης, Παναγιώτης Μουλλάς, Τζίνα Πολίτη, Γιώργος Σαββίδης, Απόστολος Σαχίνης, Γρηγόρης Σηφάκης, Ιωάννης Χασιώτης.  (Κάποιοι είχαν σιωπηρές επιφυλάξεις και δεν συμμετείχαν στη διαδικασία, όπως ο Γ.Π.Σ. που άκουσε τη συμβουλή του αξέχαστου Αντρέα Μυλωνά.). Υποχρεώθηκα να συναντήσω κατ’ ιδίαν τους περισσότερους για να ακούσω ξανά και ξανά τρία σχόλια:  1) Ήμουν μόλις 26 ετών ενώ οι ίδιοι έπρεπε να γίνουν 35-40 για να πάρουν διδακτορικό.  2) Ήμουν σε διάλογο με τη διεθνή βιβλιογραφία και γι αυτό καλά θα έκανα να έφευγα από την Ελλάδα.  3) Οι Έλληνες φιλόλογοι απορρίπτουν τη λογοτεχνική θεωρία επειδή πιστεύουν στη λογοτεχνία.

Γιατί τέτοια τρομερή αντίδραση;  Η διατριβή μου, Η θεωρία του Roman Jakobson για τον παραλληλισμό:  Συμβολή στην επιστήμη της λογοτεχνίας, ήταν απολύτως παραδοσιακή ως προς το ότι διερευνούσε τι είναι ποίηση, ποια είναι τα θεμελιώδη ειδολογικά χαρακτηριστικά ενός ποιήματος.  Δεν αμφισβητούσε και δεν υπονόμευε απολύτως τίποτε.  Όμως το γεγονός ότι ήταν καθαρά θεωρητική, πρότεινε ένα γλωσσικό στοχασμό για την ποιητική γλώσσα και ιχνηλατούσε τη γενεαλογία αυτού του στοχασμού πίσω στο Ρωσικό Φορμαλισμό αναστάτωσε τον εφησυχάζοντα εμπειρισμό των φιλολόγων.  Όπως σωστά διαπιστώνει η Αποστολίδου, «η πρόκλησή της δεν ήταν τόσο στο επίπεδο της ανατροπής κάποιων γενικών λογοτεχνικών αξιών (αφού για την ερμηνεία και αξιολόγηση ποιημάτων πάσχιζε) αλλά στο θεσμικό-ακαδημαϊκό επίπεδο της τήρησης των κανόνων της επιστημονικής πρωτοτυπίας» (494-95).  Γι αυτό οι «θεσμικές αντιστάσεις» (494) οφείλονταν στο ότι οι Νεοελληνιστές αισθάνθηκαν να «κλονίζονται παραδοσιακοί επιστημολογικοί κανόνες, σχετικά με το ποιο είναι, λόγου χάρη, το έργο της φιλολογικής έρευνας» (485).

Το συλλογικό τους μένος κατηύθυνε και συνόψισε με τη γνωστή εξιμπισιονιστική του θρασύτητα ο Κοσμήτορας Δημήτρης Μαρωνίτης.  Πολλές από τις χυδαιότητές του επανέλαβε επίτηδες ο εισηγητής της διατριβής Μιχάλης Σετάτος στην αντίκρουσή του ώστε να καταγραφούν στα πρακτικά και να αποτυπωθεί το χαμηλό επίπεδο της συζήτησης.  Αποφάνθηκε π.χ. ο Δ.Ν.Μ. πως «η εργασία είναι γραμμένη με εκφραστική έπαρση», το θέμα της «τρώει» τον νεαρό ερευνητή ο οποίος «πελάγωσε» και «την πάτησε», «του λείπει η στοιχειώδης αγάπη για την ποίηση» και το «ήθος λόγου», πάει να δείξει ότι «έφαγε τη ρωσική λογοτεχνία με το κουτάλι» και καλά θα έκανε «να πάει στην Αγγλία» να γράψει διατριβή για τον Jakobson.  Τελικά η διατριβή εγκρίθηκε και πήρε άριστα χάρη στον μέγα Σετάτο, τον Έλληνα Roman Jakobson, του οποίου η κορυφαία επιστημονική γνώση και συνείδηση αποστόμωσαν μία προς μία τις αντιρρήσεις.  Ο ίδιος πίστευε επίσης πως η μισαλλοδοξία των Νεοελληνιστών έκανε πολλούς συναδέλφους τους στη Φιλοσοφική να την υποστηρίξουν ένθερμα. 

Όπως συμπεραίνει η Αποστολίδου:  «Η διαδικασία έγκρισης της διατριβής του Λαμπρόπουλου υπήρξε μια δοκιμασία για τη Σχολή και ασφαλώς και για τον ίδιο» (484).  Και εγώ μεν έφυγα την ίδια χρονιά για το εξωτερικό, όπως με είχαν παρακινήσει να κάνω οι πολέμιοί μου.  Μετά από δύο μεταδιδακτορικά χρόνια στο University of Birmingham, το 1981 έγινα Assistant Professor of Modern Greek στο Ohio State University και δεν τους ξαναχρειάστηκα.  Όμως εκείνοι δεν ξέχασαν ποτέ την επιτυχία μου και τον κίνδυνο που εκπροσωπούσε. 

Οι Νεοελληνιστές μπορεί να μην κατάφεραν να απορρίψουν τη διατριβή αλλά ήταν αποφασισμένοι να εμποδίσουν την εισαγωγή της λογοτεχνικής θεωρίας στον κλάδο τους, πράγμα που πέτυχαν απολύτως.  Ήταν επίσης αποφασισμένοι να εξοστρακίσουν δια βίου το «φιλόδοξο» μειράκιο με κάθε τρόπο.  Έτσι η πολεμική εναντίον μου πέρασε σε εφημερίδες και περιοδικά, και συνεχίστηκε επάξια από διαδόχους τους στη Θεσσαλονίκη, όπως οι Γιώργος Κεχαγιόγλου, Έλλη Σκοπετέα, Νόρα Σκουτέρη-Διδασκάλου και Τάσος Χρηστίδης.  Φρόντισαν επίσης να μην κληθώ ποτέ σε κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο, να μην μεταφραστεί κανένα βιβλίο μου, να μη συμμετάσχω σε καμιά επιτροπή.  Όσο για τη διατριβή μου, που όπως λέει η Αποστολίδου «δεν είναι κατατεθειμένη σε καμιά βιβλιοθήκη ελληνικού Πανεπιστημίου» (471), εγώ προσωπικά κατέθεσα 50 αντίτυπα στη Γραμματεία της Σχολής, σύμφωνα με τον τότε κανονισμό, για να διανεμηθούν σε σπουδαστήρια.  Η τύχη τους αγνοείται.  Ρώτησα συχνά αλλά ποτέ κανείς δεν μου εξήγησε τι απέγιναν.

Το 2013 συνάντησα ξανά τον Μαρωνίτη σε ένα συνέδριο Καβάφη στους Δελφούς.  Μου ζήτησε δυο φορές συγνώμη.  «Σε αδίκησα», μου είπε.  Τον ευχαρίστησα που αυτός και οι άλλοι υπέρμαχοι της βαθιάς συντήρησης, διώχνοντάς με από την Ελλάδα, με βοήθησαν να σταδιοδρομήσω σε ένα πανεπιστημιακό περιβάλλον όπου οι συνάδελφοι από την αρχή με ενθάρρυναν και με υποστήριξαν.  Οι σελίδες που αφιερώνει το βιβλίο της Αποστολίδου στην «θεωρία ως πρόκληση» μου θύμισαν πόσο κοντά έφτασα το 1979 στο να μη γίνω ποτέ Καθηγητής Πανεπιστημίου επειδή οι κρατούντες Νεοελληνιστές αισθάνθηκαν να απειλούνται από το επιστημονικό έργο μου, και πόσο μεγάλη, και βραχύβια, ήταν όντως η απειλή.

20 Μαρτίου 2022

This entry was posted in Greek Literature, Greek Poetry and tagged . Bookmark the permalink.